- κουροθάλεια
- κουροθάλεια, ἡ (Α)βλ. κουροθαλής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουροθάλεια — nursing mother fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουροθαλής — κουροθαλής, ές, θηλ. και κουροθάλεια (Α) 1. αυτός που θάλλει εκ νέου, που ξαναβλαστάνει 2. αυτός που ανατρέφει νέους («κουροθάλεια δάφνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + θαλής (< θάλος, το < θάλλω), πρβλ. αει θαλής, νεη θαλής, οικο θαλής] … Dictionary of Greek